«Η Ζωγραφική ως διακονία Αγάπης»

Η ζωγραφική αποτελούσε από τα παιδικά μου χρόνια ένα διεξοδικό ταξίδι στη λήθη, στο παραμυθικό και τη προσπέλαση σε χώρους ανείπωτα εξιδανικευμένους. Τα καλοκαίρια στο χωριό, με τα θηριώδη έλατα, τη μυρωδιά των αγριοραδικιών απ' τα «Παλιοχώρια», το ξέφωτο προς τον «Καρτσαρά» και τις ατέλειωτες διαδρομές μέσα από τα μονοπάτια ήταν ανάσα, ψυχική ηδονή και οντολογική ολοκλήρωση. Τα χρώματα τ' ουρανού απλώνονταν περήφανα την αυγή και φυγομαχούσαν με τάξη κι επιμέλεια το δείλι. Αισθανόμουν ο ίδιος το πινέλο ενός ζωγράφου που βούταγε στα χρώματα του δάσους, της οργωμένης γης, στα «γιούρτια», τις «κοπάνες» και τις κρυμμένες, παράδοξα, πηγές. Λαμποκοπούσα πάνω στις πελεκημένες πέτρες του πατρικού της μάννας στο «πλάτωμα», εκεί που το εκκλησάκι του Άι Νικόλα, το παλιό, έμοιαζε σαν περίβλεπτη παλέτα στον καμβά των μαχαλάδων. Ξάπλωνα στο τριφύλλι της Στέλλας με μια παλιά ακουαρέλα και με πολύ λίγους μαρκαδόρους -γιατί τότε ήταν ακριβοί- και αποτύπωνα στο μυρώδες απ' την άνοιξη χαρτί, το πατρικό σπίτι του παππού με το κατώι και τη ξύλινη αποθήκη που έβαζε τα άλογα. Όλα αυτά, μαζί με τις αξεπέραστες μυρωδιές που εκχέονταν πανταχόθεν, δημιουργούσαν μια μυθική ζωγραφική παράσταση, που στα δικά μου μάτια ξεπερνούσε... ακόμη και τους καμβάδες του Θεόφιλου!... Το χωριό από μόνο του ήταν μια απερινόητη, μυθική, συνάμα και ταπεινή ζωγραφιά! Άλλωστε όλη η φύση, ως κτίσμα του Θεού, ακόμη και στα πιο προχωρημένα μεγαλεία της κρύβει μέσα της ταπείνωση! Αυτή την ταπείνωση δεν ήθελα να καταστρέψω με το σχέδιο ενός ταπεινού χαμομηλιού, μιας αρχέγονης, θρυμματισμένης πέτρας ή του αφηνιασμένου, πολύβουου και αλαφιασμένου ποταμιού, που ανατολικά πέρναγε μέσα από το «Μούστροβο». Η φύση από μόνη της δεν απαιτεί τσαλάκωμα, φίλτρα κι αλχημείες για να αποδοθεί το ρεαλιστικό σημείο της τέχνης. Εξ΄αυτού κατάλαβα από πολύ νωρίς, πως συγκαταλεγόμουν, χωρίς να το επιζητώ, στους ένθερμους υποστηρικτές της ρεαλιστικής, ακόμη και της φωτορεαλιστικής ζωγραφικής. Όμως και αυτή (η ζωγραφική) έχει μια κοσμογονική οριοθέτηση και μια κοινωνική συνοχή, που συνδέεται άρρηκτα με την ηθική και ταυτοπροσωπική υπόσταση του ανθρώπου. Σε καιρούς πνευματικής και ψυχικής ένδειας που ζούμε, η ίδια η σηψαιμική και έκπτωτη κοινωνία μας αντανακλάται μέσα από τον υπερρεαλισμό, τον φωβισμό, τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, ή τον κυβισμό. Προπάντων, ζωγραφική είναι ό,τι αρέσει στον καθένα μέσα από την δική του ηθικοκοινωνική υπόσταση και την προσωπική, πνευματική του οριοθέτηση. Στις γραμμές αυτές αποτυπώνονται η αγωνία, η λαχτάρα και η αγάπη του γράφοντος για την ελληνική ύπαιθρο, που αφανίζεται σε κάθε της πτυχή, μέσα από τον νεοταξικό φασισμό και την πολυποίκιλη, νεοποχίτικη παγκοσμιοποίηση! Η γιαγιά Δήμαινα, παντελώς αγράμματη, μα παντελώς σοφή, κοιτάζοντας κάποτε μια ζωγραφιά στην... ιχνογραφία του Δημοτικού, είπε: «Το χωριό μας σ' ένα χαρτί μιλάει...! Εννοώντας, πως αυτό που είδε της μίλησε, κι αυτή με τη σειρά της μίλησε για το.. χαρτί. Ήταν Μ. Παρασκευή, όταν γυρνούσαμε προπορευμένου του Επιταφίου, το πέτρινο τότε μονοπάτι γύρω απ' την εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και δεν χόρταινα να κοιτώ τα χρώματα από τις εύοσμες πασχαλιές και τις κιτρινισμένες μαργαρίτες. Οι πρασινισμένες από την υγρασία, παλιές πλίθες της μάντρας που περνούσαμε, θύμιζε κάτι που καθηλώθηκε στο χρόνο και στον τόπο. Είναι πράγματα που προσπερνούμε, μη δείχνοντας καμία σημασία ή ακόμη και συμπάθεια, αλλά, που το καθένα από μόνο του βγάζει ένα μεγαλείο σαν ένα κουρνιασμένο γεράκι, που θυμάμαι μικρός σε μια φωλιά στο καμπαναριό της εκκλησίας. Από τότε, οι γήινες κυρίως αποχρώσεις με μάγευαν, ήταν το πλασμένο μωσαϊκό του Παράκλητου Θεού, οι τελευταίες, οι ύστερες επιδαψιλεύσεις, πριν οι ίδιοι αρχίσαμε αργότερα να το γκρεμίζουμε, όπως κάναμε με κάτι κόκκινα, πράσινα, κίτρινα και μπλε κυβάκια, που μικροί παίζαμε στο πάτωμα! Σας καλωσορίζω, κι ας μην σας ξέρω. Εύχομαι να μοιραστείτε μαζί μου μια μικρή διακονία αγάπης, μέσα από το όποιο «κάλλος» των θεμάτων μου, που δεν απεικονίζουν τίποτ' άλλο από την αγάπη στον Δημιουργό τους. Στον Χριστό μας! Σας ασπάζομαι! 15.12.2024


Γιώργος Δ. Δημακόπουλος




Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΑΚΑ ΓΕΜΑΤΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

 


Το κουδούνι του Σχολείου, το χτυπούσε με το χέρι της η κυρία Καλλιρόη, που είχε ένα εξαγνισμένο, φαρδύ χαμόγελο και χωρούσαν μέσα της όλα τα φρεσκοπλυμένα και καλοτέχνιστα παιδάκια, ντυμένα στα γαλάζια. Η πρώτη ημέρα ανέδυε αυτοσχέδιους, μουσικούς ήχους ασύνταχτων τρεχαλητών πάνω στο παιχνιδιάρικο, λευκό χαλίκι, θεσπέσιες, μυρωδικές αυγές από καλοσιδερωμένους, κατάλευκους γιακάδες κι εκείνες τις ποδιές, που τις θωρούσαμε ως ένδοξες στολές -επί τιμής- ελληνοπαίδων. Στον δρόμο για το Δημοτικό Σχολείο, οι γερμένες -ερωτικά- δίφορες νερατζιές ήταν φορτωμένες από σπασμωδικά, ανοιγμένα άνθη, κάποια νυχτολούλουδα απ' την νύχτα άφηναν τις ύστερες, απόστακτες οσμές τους και όλοι με τα καλά τους βάδιζαν ως νυχτερινοί εξοδούχοι σε λαική ταβέρνα. Οι δάσκαλοι -εκπληκτικά- ντυμένοι μ' εκείνα τα γκρι, ριγέ κοστούμια κι ομόχρωμες, κλασσικές γραβάτες στέκονταν ''κοκορεμένα'' ευθυτενείς, μαζί με τις δασκάλες που υπερτερούσαν ανυπέρβλητα μ' εκείνη την έμορφη, συμπαθητική ματιά τους. Υπήρχε μια -γνήσια- ανόθευτη, βυζαντινή αρχοντιά, που την στόλιζαν η ελληνική σημαία με τον μεγαλόσταυρο, τα ''μεθυσμένα'' βασιλικά από τις πήλινες γλάστρες που φέρναν οι μαννάδες κι ένας σεβαστικός παππούλης με μακρυά, κατάλευκα μαλλιά, πλεγμένα αριστοτεχνικά στην ορθή, ευλογημένη κεφαλή του. Στη μάντρα, ένα φουσκοθεριεμένο, αρωματικό αγιόκλιμα, μαζί μ' ένα λεπτεπίλεπτο, περιποκλαδάτο γιασεμί σιωπούσαν ανερμήνευτα μ' εκείνο το πολύχρωμο, χοντρό μπουκέτο λουλουδιών, πνιγμένο στο κωνικό, γυάλινο βάζο της ασπροντυμένης έδρας. Η προσευχή ήταν μια καλώς νοούμενη, πνευματική ιεροτελεστία και τα λόγια του διευθυντή, ομιλία ποιητικά γραμμένη σε ατσαλάκωτες κόλλες αναφοράς, από τα ψιλικά της κυρίας Πολυξένης. Κι όταν μπαίναμε στις αίθουσες, τα φθαρμένα από τον χρόνο, ξύλινα θρανία ήταν ένα περίπλοκο, ημερολογιακό μωσαικό από γραμμές και σχέδια παιδιών αλλοφερμένων χρόνων, που έμεναν ακόμα ανεξίτηλα. Όλα μύριζαν ''αποπνικτικά'' εύοσμα: τα μαύρα, faber τα μολύβια, οι ξύλινες, πλακέ κασετίνες, οι κεραμιδή και μπλε σκούρες γομολάστιχες, οι δερμάτινες σάκες με το διπλό χώρισμα και τα δύο λουριά στις άκρες κι εκείνα τα μπλε τετράδια που είχαν πάντα την πρωτεύουσα, αγγιγματική τιμητική τους! Ακόμη έχω την μυρωδιά από τις λευκές κιμωλίες του μεγάλου μαυροπίνακα, την σκόνη από το σφουγγάρι που καθάριζε συνέχεια, ως και την χλοερή γλίτσα από την βίτσα του δασκάλου, που κόβαμε από μια κοντινή και ευκολόφθαστη ελιά! Οι παλιοί συμμαθητές είχαν μια απερίγραπτη, νοηματική σεβαστικότητα, έναν καθ' όλα ηθικό και ατόφιο πλούτο πλουμιστών συναισθημάτων, μια δειλή κι αγέρωχη αγνότητα, που ακόμη δεν είχε διυλισθεί από την διαφθορά του χρόνου. Σε όλα υπήρχε μια ευταξιακή επιμέλεια, μια δρομολογημένη οδός ελληνικής μεγαλοπρέπειας, που τεμνόταν πάντα από τα ορθόδοξα γράμματα, που κοσμούσαν εκείνο το σχολικό, προγραμματισμένο ζειν. Υπήρχαν όρια, που σήμερα ξεπεράστηκαν, σύνορα εφαρμοσμένης Χριστοήθειας που στην εποχή αυτή καταποντίσθηκαν. Η παλιά τάξη ήταν ένα συναρμολογημένο παζλ αισθησιακών και πνευματικών εικόνων που μαρτυρούσε Ρωμιοσύνη: η εικόνα του Εσταυρωμένου Χριστού πάνω από τον πίνακα, το κρυφό και υπερήφανο καμάρι της έπαρσης της ελληνικής σημαίας, η μυσταγωγική ευλάβεια στην πρωινή προσευχή, οι εθνικές γιορτές πατριωτικής, σαλπισμένης ευφροσύνης, οι δάσκαλοι που ακόμη τότε ήταν αγωγοί μιας υγιούς, ελπιδοφόρας κοινωνίας. Όλα μύριζαν εύοσμα! Η αγιαστούρα του παπα - Ευτύχη που σερνόταν με φαντασία στον αέρα, το τσιμεντένιο πάτωμα στην τάξη που κρατούσε μες στις χούφτες του την αγαθή αθωότητα Χριστιανοφρόνων παίδων, εκείνη η παλιά υδρόγειος σφαίρα αφημένη με τρόπο στην γωνία, τα λουλούδια της δασκάλας που έχασκαν στο βάζο, ακόμη κι εκείνο το σουσαμένιο κουλούρι της κυρα - Μαρίας, που κόστιζε ακόμη τότε ένα πενηνταράκι... Όλα αυτά και μια Πατρίδα, που το υπερηφανευόμασταν να λέμε, πως είμασταν παιδιά της!...



Γιώργος Δ. Δημακόπουλος



Ζωγραφιστός καμβάς, φινιρισμένος, 40Χ40, με ακρυλικά χρώματα. 

Επικοινωνία με email.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου